Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

"Εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες..."



Πάλι ρε ερημίτη, πηγές για δουλείες στην πολιτεία και έμεινες για μήνες; Να ήταν άραγε η έλευση του χειμώνα, που σε έφερε πάλι δω πάνω; Η σε κούρασαν πάλι οι άνθρωποι και σιχτίρισες τον χαμένο καιρό;

Και να τώρα σε βλέπω πάλι στην σπηλιά σου, με τα λίγα υπάρχοντα σου, αλλά πάει καιρός που κατάλαβες πως τα υλικά αγαθά, σε βάζουν σε μια τρύπα βαθιά και αργά καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχουν κλειδιά, για να βγεις από κει μέσα.

Ο άνθρωπος καταλαβαίνει αργά, ερημίτη μου – αν καταλάβει και κάτι από το νόημα της ζωής.

Ο χειμώνας ακόμα και δω πάνω δεν έχει έρθει για τα καλά – σαν κάτι να περιμένει και αυτός.

Άλλαξε και ο χρόνος – δεν ξέρω αν το κατάλαβες ερημίτη; Να πιστεύεις άραγε σε ευχές; Ξέρεις αυτά τα λόγια τα ρηχά, που λένε συνήθως όλοι οι άνθρωποι, κάτι τέτοιες μέρες…

«εδώ δεν πιάνουν οι κατάρες, δεν πιάνουν οι ευχές…» αυτό το τραγούδι έπαιζε δυνατά, μέσα την σπηλιά, σχεδόν σε όλες τις γιορτές – τι ρωτάω;

Ανανεωμένος βλέπω γύρισες, το βλέμμα σου δεν είναι πια του φυγά, παρά του οδοιπόρου. Και είσαι σίγουρος τώρα πια, πως τα πιο φωτεινά μονοπάτια, βρίσκονται στα βάθη της σπηλιάς. Θα χρειαστείς μεγάλη φωτιά για να δεις εκεί μέσα, αλλά και ξύλα έχεις και χρόνο έχεις…

Τα δάσος είναι εδώ, τα δέντρα, τα πουλιά – η μαγεία της φύσης, αυτήν που εγκατέλειψε ο σύγχρονος άνθρωπος, για να ζήσει μέσα στις ποντικοπαγίδες.

Τι να σε ρωτήσω για την ζωή στην πολιτεία; Αφού ξέρω δεν θα μου πεις και ακόμα ξέρω, πως βαθιά μέσα μου δεν με ενδιαφέρει. Άνθρωποι τρελαμένοι, χαμένοι μέσα σε μια κρίση, που νομίζουν πως είναι μόνο οικονομική.

Ένας αεικίνητος άνθρωπος – ένας άνθρωπος βιδωμένος, που απορεί γιατί είναι συνέχεια κουρασμένος. Μια μιζέρια και μια κακομοιριά έχει απλωθεί σαν μάστιγα στην πολιτεία. Μα είναι άραγε η εκδίκηση του θεού; Ή η επιβράβευση του διαβόλου;  

Τα Σόδομα και τα Γόμορρα μοιάζουν, με παιδικό πάρτι μπροστά στην τρέλα και την παραφροσύνη, που κυριαρχεί κει κάτω στις μέρες μας. Δεν προλαβαίνουν ούτε τους θεούς να ψάξουν ή να θάψουν…

Γι αυτό κάτσε σιμά στην φωτιά σου και περίμενε τον ασπρομάλλη γέροντα. Αυτός που με τις νιφάδες του, δίνει χαρά στην παιδική σου καρδιά. Και ετοιμάσου να περιδιαβείς πάλι το δάσος και ίσως συναντήσεις καινούργια μονοπάτια.  

Να ξυπνάς και να τραγουδάς μαζί με τα πουλιά - κάπως έτσι δεν θα ήταν ο Παράδεισος;








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου